-
1 δρόσος
δρόσος, ἡ,2 in Poets, pure water,ποντία δ. A.Eu. 904
; δρόσῳ ἐναλίᾳ, θαλασσίᾳ, E.IT 255, 1192;ποταμίᾳ δ. Id.Hipp. 127
(lyr.); ποταμίαισι δρόσοις ib.78;ἐπὶ κρηναίαισι δρόσοις Id.IA 182
(lyr.); δρόσος alone,Ἀχελῴου δ. Id.Andr. 167
;καθαραῖς δρόσοις Id. Ion 96
(lyr.);ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ar.Ra. 1339
.3 of other liquids,δ. ἀμπέλου Pi.O.7.2
;δ. φοινία A.Ag. 1390
, etc.;ἀπόπτυστος Ar.Eq. 1285
; of oil, AP5.3 (Phld.); of honey, Philostr.Her.19.19;δ. καλάμου
sugar,Antyll.
ap. Orib.10.27.18: metaph.,δρόσος κώμων Pi.P. 5.99
.II metaph., the young of animals, A.Ag. 141 (lyr., pl.): in sg.,δ. Ἡφαίστοιο Call.Hec.1.2.3
.
См. также в других словарях:
κηπεύω — (ΑΜ κηπεύω) [κήπος] καλλιεργώ κήπο, φυτεύω και καλλιεργώ φυτά σε κήπο, καταγίνομαι στην κηπουρική («λάχανα κηπεύοντες», Λουκιαν.) αρχ. 1. μτφ. επιμελούμαι, περιποιούμαι, ανατρέφω («ὅv πόλλ ἐκήπευσ ἡ τεκοῡσα βόστρυχον φιλήμασίν τ ἔδωκεν», Ευρ.) 2 … Dictionary of Greek